- κακοζηλος
- κακόζηλοςκᾰκό-ζηλος2неудачно подражающий, лишенный вкуса
(ῥήτωρ Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ῥήτωρ Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακόζηλος — having bad taste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόζηλος — η, ο (Α κακόζηλος, ον) 1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία 2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση 3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
κακόζηλος — η, ο επίρρ. α αυτός που μιμείται κάτι ακαλαίσθητα: Η φράση αυτή αποτελεί κακόζηλη διατύπωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοζηλότερον — κακόζηλος having bad taste adverbial comp κακόζηλος having bad taste masc acc comp sg κακόζηλος having bad taste neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλως — κακόζηλος having bad taste adverbial κακόζηλος having bad taste masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόζηλον — κακόζηλος having bad taste masc/fem acc sg κακόζηλος having bad taste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλοις — κακόζηλος having bad taste masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλου — κακόζηλος having bad taste masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλους — κακόζηλος having bad taste masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλων — κακόζηλος having bad taste masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοζήλῳ — κακόζηλος having bad taste masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)